- κατακολυμβητής
- κατα-κολυμβητής, ὁ, der Untertaucher
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατακολυμβητής — κατακολυμβητής, ὁ (Α) [κατακολυμβώ] ο δύτης («ταῡτα δὲ ποιοῡσι καὶ οἱ κατακολυμβηταί, ὅταν εἰς βυθὸν ἑαυτοὺς ἀφῶσι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
κατακολυμβηταί — κατακολυμβητής diver masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακολυμβητοῦ — κατακολυμβητής diver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακολυμβητῇ — κατακολυμβητής diver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακολυμβητῆι — κατακολυμβητῇ , κατακολυμβητής diver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)